- ὀξύβαρις
- ὀξῠ-βᾰρις (sc. προσῳδία), ἡ,A circumflex accent, Ammonius (pupil of Aristarchus) in Gramm.Lat.4.531 K.; called [full] ὀξυβαρεῖα in Arc.188.4 (spurious passage, only in cod. C).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οξύβαρις — ὀξύβαρις και ὀξυβαρεῑα, ἡ (Α) ο τόνος περισπωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + βαρύς] … Dictionary of Greek
οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… … Dictionary of Greek